-
1 περίβλημα
[пэривлима] ουσ. о. оболочка, одеяние,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περίβλημα
-
2 корпус
1. тех. το σώμα, ο κορμός, το κέλυφος, το πλαίσιο, η θήκη· - амортизатора - του απορροφητήρα κραδασμών- транзистора - της κρυσταλλολυχνίας, разг. του τρανζίστορ (ξεν.)2. (остов судна) το σκάφος* наружный - судна το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους 3. (здание) το (χωριστό) τμήμα (ενός) μεγάλου οικο-δομήματος/κτηρίου 4. полигр. το στοιχείο των 10 στιγμών 5. (туловище) το σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпус
-
3 оболочка
-
4 оболочка
оболочкаж1. τό (περι)κάλυμμα, τό περίβλημα·2. трен. τό περίβλημα·3. анат. слизистая \оболочка ὁ βλεν(ν)ογόνος ὑμήν радужная \оболочка ἡ Ιρις τοῦ ὁφθαλμού· роговая \оболочка ὁ κερατοειδής χιτών. -
5 оболочка
-и θ.1. περίβλημα, περικάλυμμα•оболочка плода η φλούδα του καρπού•
оболочка земли φλοιός της γης•
оболочка пули το περίβλημα της βολίδας.
2. υμένας, χιτώνας•роговая оболочка глаза κερατοειδής χιτώνας του ματιού•
сетчатая оболочка глаза αμφιβληστροειδής χιτώνας του ματιού•
ридужная оболочка глаза ίριδα του ματιού.
|| μτφ. όψη, εξωτερική μορφή.3. η σφαίρα του αεροστάτου. -
6 баллон
1. (ёмкость) το δοχείο, η φιάλη- κινδύνουпротивопожарный ав. - της πυρόσβεσηςпусковой ав. - εκκίνησης2. (часть электровакуумного прибора) о βολβ/ός, το περίβλημα 3. (шина автомобиля) о αεροθάλαμος 4. (аэростата) η αερόσφαιρα (του αερόστατου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баллон
-
7 валик
1. тех. (небольшой вал) о κύλινδρος, о κυλινδρίσκος, ο τροχαλίσκοςгрузовой текст. - πρεσαρίσματοςигольчатый - текст. ακανθοφόρος -клеевой (цел.-бум.) - συγκόλλησηςкрасочный полигр. - χρωματισμούмерильный текст. - μέτρησηςна-каточный маш. - χάραξηςпитающий полигр. - τροφοδότησηςразмоточный (пласт.) - εκτύλιξηςрифлёный - ραβδωτός -, αυλακωτός -2. (сварной шов) η ραφή/το κορδόνι της ηλεκτροκόλλησης 3. арх. το διάζωμα, η λωρίδα/λουρίδα, η ταινίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валик
-
8 вкладыш
1. (то, что вкладывают куда-л.) το ένθετο, το πρόσθετοη προσθήκη2. (подшипника) το περίβλημα (εδράνου), ο αντιτριβικός δακτύλιος (του τριβέα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вкладыш
-
9 герметизация
1. (уплотнение соединений) η στεγανοποίηση 2. (заключение в оболочку) η ερμητικότητα, το κλείσιμο σε περίβλημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > герметизация
-
10 гильза
тех. το σωληνοειδές περίβλημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гильза
-
11 заключение
1. (в оболочку, кожух) το κλείσιμο, η τοποθέτηση (σε περίβλημα) - в скобки - σε παρένθεση 2. (вывод, суждение) το συμπέρασμα, το πόρισμα 3. юр. η φυλάκιση пожизненное - τα ισόβια δεσμά, η ισόβια κάθειρξη 4. (мира, соглашения) η σύναψη 5. (конец чего-л., последняя часть) το τέλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заключение
-
12 кабель
το καλώδι/οпитающий - τροφοδότησης/πα-ροχήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кабель
-
13 капсула
1. (растворимая оболочка) η κάψα, η κάψουλα, το περίβλημα 2. (защитная оболочка) η θήκη 3. (слизистое вещество) ο ινώδης θύλακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > капсула
-
14 кожух
тех. το περίβλημα, το κέλυφος, разг. το χιτώνιοкотельный мор. - του λέβηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кожух
-
15 манжета
(уплотнительная деталь) о δακτύλιος (στεγανοποίησης)το κολάροτο λάστιχοогнеупорная (лит.) - η πυρίμαχος καλύπτραуплотняющая - το κολάρο/ο δακτύλιος στεγανοποίησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > манжета
-
16 обойма
το περίβλημα, ο κάλυκαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обойма
-
17 окантовка
(то, чем окантовано что-л.) η συσκευασία, το πλαίσιο, η περιτύλιξη, το περίβλημα- ывать βάζω/θέτω/τοποθετώ σε πλαίσιο, συσκευάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окантовка
-
18 оправа
το πλαίσιο, το περίβλημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оправа
-
19 покров
1. (верхний слой, покрывающий что-л.) το κάλυμμα, το στρώμαрезиновый - тех. η επένδυση του ελαστικού2. анат. το περίβλημαкожный биол. - δερμάτινο -растительный - бот. η βλάστησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > покров
-
20 сумка
1. (для ношения чего-л.) η τσάντα (ξεν.)ο σάκκοςη θήκη, το σακκίδιο- для инструмента η θήκη του εργαλείου, η εργαλειοθήκη2. бот. о ασκός 3. анат. το περίβλημαоколосердечная - мед. το περικάρδιο4. зоол. о μάρσιπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сумка
См. также в других словарях:
περίβλημα — garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία … Dictionary of Greek
περίβλημα — το 1. καθετί που περιβάλλει κάτι άλλο: Το περίβλημα των σπόρων είναι προστατευτικό μέσο. 2. επένδυση: Το περίβλημα των καλωδίων είναι από μονωτική ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζελατινώδες περίβλημα — Στρώμα αποτελούμενο από γλυκοπρωτεΐνες και θειούχους πολυσακχαρίτες, που περιβάλλει το ωάριο πολλών οργανισμών. Χρησιμεύει για την προσέλκυση και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Συγκεκριμένα, μία γλυκοπρωτεΐνη του ζ.π. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
περιβλημάτων — περίβλημα garment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήμασι — περίβλημα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήμασιν — περίβλημα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήματα — περίβλημα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήματι — περίβλημα garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήματος — περίβλημα garment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek